μορμυρομαστός

μορμυρομαστός
ο
ζωολ. ειδικευμένο αισθητήριο όργανο, χαρακτηριστικό τών ιχθύων τής οικογένειας μορμυρίδες, το οποίο προέρχεται από τον μετασχηματισμό τών νευρομαστών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”